φλωραμίνη

φλωραμίνη
η, Ν
χημ. βλ. φλοραμίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φλοραμίνη — και παλ. τ. φλωραμίνη, η, Ν χημ. οργανική χημική ένωση, γνωστή ως 5 αμινο 1, 3 διυδροξυ βενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloramine < phlor (< phlorizin, βλ. φλοριζίνη) + amine (βλ. αμίνη)] …   Dictionary of Greek

  • φλορογλυκίνη — και παλ. τ. φλωρογλυκίνη, η, Ν χημ. κυκλική, αρωματική οργανική ένωση, τριφαινόλη, γνωστή και ως φλωραμίνη, που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τών χρωμάτων και ως αντιδραστήριο στην αναλυτική χημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”